- υπόσπονδος
- -η, -ο / ὑπόσπονδος, -ον, ΝΜΑαυτός που γίνεται ή υπάρχει με σπονδές, αυτός που προστατεύεται από σπονδές, από συνθήκες («ὑπόσπονδοι ἐξέρχονται τῆς χώρης», Ηρόδ.)αρχ.φρ. «ἀποδίδωμι [ή κομίζομαι] τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους» — δίνω [ή μεταφέρω] τους νεκρούς για ενταφιασμό μετά από ανακωχή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -σπονδος (< σπονδή), πρβλ. παρά-σπονδος].
Dictionary of Greek. 2013.